-
1 κνέφας
κνέφας, αος, τό, att. auch gen. κνέφους, Ar. Eccl. 396, Sp. κνέφατος, Pol. 8, 28, 10; dat. κνέφαϊ, att. κνέφᾳ, Xen. Hell. 7, 1, 15, κνέφεϊ Crinag. 38 (v II, 733); vgl. δνόφος, νέφος, die Alten falsch von κενὸς φάους, Plut. pr. trig. 9; – Finsterniß, Dunkelheit, bes. die zunächst nach Sonnenuntergang eintretende, die Abenddämmerung, oft; ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλϑεν Il. 1, 475, vgl. 11, 194; εἰ μελαίνης νυκτὸς ἵξεται κνέφας Aesch. Pers. 349; δυςήλιον Eum. 374; σκότιον, νύχιον, Eur. Bacch. 510 Troad. 543; auch τὸ κατὰ γῆς, Hipp. 836; ἀμ φὶ κνέφας Xen. An. 4, 2, 9; – auch von der Morgendämmerung, πρῲ πάνυ τοῠ κνέφους Ar. Eccl. 290, ἅμα κνέφᾳ Xen. Hell. 7, 1, 15.
-
2 κνέφας
A , Com.Adesp.35, laterκνέφατος Plb.8.26.10
; dat.κνέφᾳ X.HG7.1.15
,κνέφεϊ AP7.633
(Crin.), as if from [full] κνέφος, cited by Hsch., Suid., Phot.: (cf. δνόφος):— darkness, Hom. (only in nom. and acc.), of the evening dusk, twilight,εἰς ὅ κε.. δύῃ τ' ἠέλιος καὶ ἐπὶ κ. ἱερὸν ἔλθῃ Il.11.194
, 209: later, generally, darkness,δυσάλιον κ. A.Eu. 396
(lyr.); , cf. E.Ba. 510, etc.;τὸ κατὰ γᾶς κ. Id.Hipp. 836
(lyr.): metaph.,τοῖον ἐπὶ κ. ἀνδρὶ μύσος πεπόταται A.Eu. 378
(lyr.). -
3 κνεφας
δύῃ τ΄ ἠέλιος καὴ ἐπὴ κ. ἱερὸν ἔλθῃ Hom. — (пока не) зайдет солнце, и (не) настанет глубокая тьма;
δυσήλιον κ. Aesch. — непроглядный мрак;τὸ κατὰ γῆς κ. Eur. — подземный мрак;πρῲ πάνυ τοῦ κνέφους Arph. — когда еще не рассвело
См. также в других словарях:
κνέφας — κνέφας, ους και ατος, τὸ (Α) 1. σκότος, σκοτάδι 2. το λυκόφως, το σούρουπο ή η αυγή, τα χαράματα (α. δύῃ τ ἠέλιος καὶ ἐπὶ κνέφας ἱερὸν ἔλθη», Ομ. Ιλ. β. «πρῲ πάνυ τοῡ κνέφους», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ανάγεται σε ΙΕ… … Dictionary of Greek